- ὀνεύοντες
- ὀνεύωdraw up with a windlasspres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονεύω — ὀνεύω (Α) [όνος] 1. έλκω κάτι με μοχλό («ἔκ τε τῶν ἀκάτων ὤνευον ἀναδούμενος τοὺς σταυροὺς καὶ ἀνέλκων», Θουκ.) 2. ανεβάζω, σύρω προς τα επάνω («τὸν πέπλον... ἕλκουσ ὀνεύοντες», Στράττ.) 3. μέσ. (κατά τον Ερωτιαν.) «ὀνεύεσθαι. τείνειν» … Dictionary of Greek